τετραίνω

τετραίνω
και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α
τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter- «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ- (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με δισύλλαβη μορφή τερη- (πρβλ. τερε-τρον, τρῆ-μα). Αρχαιότεροι θεωρούνται οι σχηματισμοί από τη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το β' τέ-τρη-μαι, τρῆ-μα, τρη-τός (πρβλ. βέ-βλη-μαι, βλῆ-μα, βλη-τός). Αντίθετα, ο ενεστ. τε-τρ-αίνω είναι νεώτερος σχηματισμός με κατάλ -αίνω (πιθ. κατά τα λειαίνω, ξαίνω ή κατά το σχήμα βαίνω: βέβηκα) και δυσερμήνευτο για τον ενεστ. αναδιπλασιασμό τε- αναλογικά προς τον παρακμ. τέ-τρημαι. Μεταγενέστερα ωστόσο απαντούν και οι τ. τιτράω, τίτρημι, τιτραίνω με τον αναμενόμενο ενεστ. αναδιπλασιασμό τι- (πρβλ. δί-δωμι, τί-θημι). Τέλος, ο τ. αορ. τε-τρᾶ-ναι έχει σχηματιστεί πιθανότατα < θ. τραν- τού ρ. τετραίνω (< *τε-τραν-) και όχι < θ. τρη- τού παρακμ. τέ-τρη-μαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετραίνω — a A pres subj act 1st sg τετραίνω a A pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημένα — τετραίνω a A perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρημένᾱ , τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρημένᾱ , τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῆσον — τετραίνω a A aor imperat act 2nd sg τετραίνω a A fut part act masc voc sg τετραίνω a A fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήσει — τετραίνω a A aor subj act 3rd sg (epic) τετραίνω a A fut ind mid 2nd sg τετραίνω a A fut ind act 3rd sg τρῆσις boring through fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρήσεϊ , τρῆσις boring through fem dat sg (epic) τρῆσις boring through fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήσουσι — τετραίνω a A aor subj act 3rd pl (epic) τετραίνω a A fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τετραίνω a A fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήσω — τετραίνω a A aor subj act 1st sg τετραίνω a A fut ind act 1st sg τετραίνω a A aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραίνοντα — τετραίνω a A pres part act neut nom/voc/acc pl τετραίνω a A pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημέναι — τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc pl τετρημένᾱͅ , τετραίνω a A perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημένον — τετραίνω a A perf part mp masc acc sg τετραίνω a A perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημένω — τετραίνω a A perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual τετραίνω a A perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”